- Βαυαρία
- (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν-Βίρτερμπεργκ και της Έσης και Β με τα κρατίδια Θουριγκία και Σαξονία. Η Β. είναι το μεγαλύτερο κρατίδιο της Γερμανίας, αλλά το δεύτερο μεγαλύτερο εδαφικά σε πληθυσμό. Περιλαμβάνει διάφορες ιστορικογεωγραφικές περιοχές και συγκεκριμένα την Άνω Β. (Oberbayern) στα ΝΑ, την Κάτω Β. (Niederbayern) στα Α, τη Σουηβία (Schwaben) στα ΝΔ, την Κεντρική Φραγκονία (Mittelfranken) στα Δ, την Κάτω Φραγκονία (Unterfranken) στα ΒΔ, την Άνω Φραγκονία (Oberfranken) στα Β και το Άνω Παλατινάτο (Oberpfalz) στα ΒΑ.
Ορεινή στα Ν και Α, όπου βρίσκονται τα ανάγλυφα των Βαυαρικών Άλπεων (με ψηλότερη κορυφή τους την Τσούγκσπιτσε, 2.963 μ.), του Βοημικού Δρυμού και του Φιχτελγκεμπίργκε, η Β. παρουσιάζει σε άλλα τμήματά της μια σειρά λοφωδών πτυχώσεων, σκεπασμένων με πυκνά δάση από έλατα, τα οποία απλώνονται σε μεγάλες εκτάσεις τόσο στις πεδινές ζώνες όσο και στο βαυαρικό υψίπεδο. Η περιοχή διασχίζεται από τον Δούναβη και τους παραποτάμους του Ίλερ, Λεχ, Ίζαρ, Ιν (από τα δεξιά), Άλτμιλ, Νάαμπ και Ρέγκεν (από αριστερά) και από τον Μάιν, στον οποίο χύνεται ο Ρέγκνιτς. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό με χειμώνες μάλλον ψυχρούς και δροσερά καλοκαίρια. Οι βροχοπτώσεις, πυκνότατες στα ορεινά, είναι άφθονες παντού και ευνοούν την παραγωγή ζωοτροφών, δημητριακών (βρόμη, σίκαλη, σιτάρι και κριθάρι), πατατών και κηπευτικών. Σε μερικές κοιλάδες, όπως του Μάιν, καλλιεργούνται αμπέλια, από τα οποία παράγονται περίφημα κρασιά. Ευρύτατα διαδεδομένη είναι η κτηνοτροφία. Τα τελευταία χρόνια, όμως, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βιομηχανία, καθώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στην περιοχή σημειώνεται ο υψηλότερος δείκτης βιομηχανικής ανάπτυξης της Γερμανίας, με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς ηλεκτρονικών, προσωπικών υπολογιστών, μηχανολογικού εξοπλισμού, πετρελαιοχημείας, αυτοκινήτων, ρούχων και τροφίμων. Κέντρα της βιομηχανικής δραστηριότητας είναι το Μόναχο, το Ίνγκολστατ, η Νυρεμβέργη, το Άουγκσμπουργκ, το Χοφ και το Έρλανγκεν.
Πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους είναι το Μόναχο στο βαυαρικό υψίπεδο, χτισμένο εκατέρωθεν του ποταμού Ίζαρ. Οι άλλες κυριότερες πόλεις είναι το Άουγκσμπουργκ στη Σουηβία, το Ρέγκενσμπουργκ στο Άνω Παλατινάτο, η Νυρεμβέργη στην κεντρική Φραγκονία, το Μπάμπεργκ και η Μπαϊρόιτ στην άνω Φραγκονία, το Βίρτσμπουργκ στην κάτω Φραγκονία.
Στην αλπική περιοχή υπάρχουν τα κέντρα θερινής διαμονής και χειμερινών σπορ του Μπερχτεσγκάντεν (7.000 κάτ.), κοντά στη γραφική λίμνη Κένιχσζεε. Εκεί επίσης βρίσκονται το Ομπεραμεργκάου (7.000 κάτ.), γνωστό κυρίως από την αναπαράσταση των Παθών, και η ονομαστή λουτρόπολη Μπαντ Ράιχενχαλ (17.000 κάτ.). Στη Βαυαρική Σουηβία βρίσκονται οι πόλεις Κέμπτεν (55.000 κάτ.), πόλη προ-ρωμαϊκής καταγωγής (Campodunum), με τη ρυθμού μπαρόκ εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου και άλλα ενδιαφέροντα μνημεία, το Μέμινγκεν (40.000 κάτ.), αρχαία αυτοκρατορική ελεύθερη πόλη, που ο αρχικός οικοδομικός πυρήνας της βρίσκεται ακόμα σε καλή κατάσταση, κλεισμένος μέσα στα μεσαιωνικά τείχη του, το Νου Ουλμ (50.000 κάτ.), βιομηχανικό κέντρο στη δεξιά όχθη του Δούναβη απέναντι στην Ουλμ. Στην Άνω Β. ξεχωρίζουν οι πόλεις Ροζενχάιμ (40.000 κάτ.), με ζωηρή βιομηχανική κίνηση στην αριστερή όχθη του Ιν, το Τράουνσταϊν (18.000 κάτ.), λουτρόπολη και κέντρο χειμερινών σπορ, το Άλτετινγκ (12.000 κάτ.), τόπος προσκυνήματος της εικόνας της Μαύρης Παναγίας που φυλάσσεται στη Χέλιγκε Καπέλε, καρολιγγιανό εκκλησάκι του 9ου αι., το Φράισινγκ (35.000 κάτ.), στην αριστερή όχθη του Ίζαρ, αρχαία πόλη πλούσια σε μνημεία, ανάμεσα στα οποία η μητρόπολη του 12ου αι., το Ίνγκολστατ (114.500 κάτ.), μεγάλο κέντρο πετρελαιοχημικής βιομηχανίας, στο oποίο καταλήγουν οι πετρελαιαγωγοί που ξεκινούν από τη Μασσαλία, τη Γένοβα και την Τεργέστη.
Τα κυριότερα κέντρα της κάτω Β. είναι το Πασάου (45.000 κάτ.), που ίδρυσαν ο Ρωμαίοι με το όνομα Castra Batava, λιμάνι στον Δούναβη κοντά στη συμβολή των Ιλτς και Ιν, πόλη γνωστή για τη μητρόπολή της, το δημαρχικό μέγαρο και το αβαείο της Νίντεμπουργκ, καθώς και η Λάντσουτ (περ. 60.000 κάτ.), στον Ίζαρ, πλούσια επίσης σε μνημεία γοτθικά και μπαρόκ.
Σημαντικές πόλεις υπάρχουν και στη Φραγκονία. Στην άνω Φραγκονία βρίσκονται το Κοβούργο (55.000 κάτ.) που έδωσε το όνομά του σ’ έναν κλάδο του οίκου της Σαξονίας, και η Χοφ (90.000 κάτ.), βιομηχανική πόλη στους πρόποδες του Φίχτελγκεμπιργκε. Στην κεντρική Φραγκονία, ξεχωρίζουν η Άνσμπαχ (40.000 κάτ.), κέντρο του γερμανικού μπαρόκ, η Φιρτ (109.700 κάτ.), μεγάλη βιομηχανική πόλη ΒΔ της Νυρεμβέργης, και το Έρλανγκεν (100.600 κάτ.), βιομηχανικό και πολιτιστικό κέντρο με πανεπιστήμιο. Στην κάτω Φραγκονία, συναντάμε τη λουτρόπολη Μπαντ Κίσινγκεν (23.000 κάτ.) και τις βιομηχανικές πόλεις Ασάφενμπουργκ (70.000 κάτ.) και Σβάινφουρτ (75.000 κάτ.).
Ιστορία. Η Β. (Bayern) έλαβε την ονομασία της (όπως και η Βοημία) από τις κελτικές φυλές των Μπόι (Boi), που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα αυτή πριν ενσωματωθεί στη ρωμαϊκή επαρχία του Νωρικού. Μετά την εισβολή –τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες– των γερμανικών πληθυσμών και έπειτα από διάφορες εναλλαγές, αποτέλεσε δουκάτο, το στέμμα του οποίου περιήλθε το 1180 στον παλατιανό κόμη Όθωνα του Βίτελσμπαχ, που οι απόγονοί του σε ευθεία γραμμή κυβερνούσαν έως το 1777. Ο οίκος της Β. ήρθε συχνά σε αντίθεση με τον οίκο των Αψβούργων και πέτυχε να φτάσει μέχρι το αυτοκρατορικό στέμμα με τον Λουδοβίκο τον Βαυαρό (1314-47). Αντίθετα, στη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων τάχθηκε με το μέρος της Αυστρίας εναντίον των προτεσταντών και πέτυχε το αξίωμα του εκλέκτορα (1623). Στον 18o αι. η Β. υπήρξε και πάλι δύο φορές ανταγωνιστής της Αυστρίας στον πόλεμο για τη διαδοχή του ισπανικού θρόνου και στον πόλεμο για τη διαδοχή του αυστριακού θρόνου, κατακτώντας για δεύτερη φορά το αυτοκρατορικό στέμμα με τον Κάρολο Αλβέρτο (Κάρολος Ζ’, 1742-45). Με την εξαφάνιση του πρωτότοκου κλάδου των Βίτελσμπαχ, η Αυστρία προέβαλε αξιώσεις στη Β., αλλά η πρωσική αντίθεση την ανάγκασε να αναγνωρίσει τα δικαιώματα διαδοχής του Καρόλου Θεοδώρου, κόμη του Παλατινάτου (ειρήνη του Τέσεν, 1779). Τον Κάρολο διαδέχτηκε ο Μαξιμιλιανός Δ’ Ιωσήφ, ο οποίος δέχτηκε στη χώρα τις μεταρρυθμίσεις που εμπνέονταν από το πνεύμα του Διαφωτισμού: αφού τάχθηκε με το μέρος του Ναπολέοντα, πέτυχε με τις συνθήκες ειρήνης του Πρεσβούργου (1805) και της Βιέννης (1809) εδαφικά κέρδη κυρίως σε βάρος της Αυστρίας, πήρε τον τίτλο του βασιλιά (1806) και προσχώρησε στην ομοσπονδία του Ρήνου, της οποίας προστάτης ήταν ο Ναπολέων Α’. Μετά την καταστροφή στην εκστρατεία της Ρωσίας (στην οποία πήρε μέρος ο στρατός του), ο βασιλιάς της Β. εγκατέλειψε τον Ναπολέοντα και πέρασε με το μέρος των συμμάχων (1814). Στο Συνέδριο της Βιέννης, η Β. ξαναγύρισε στις παλιές της διαστάσεις, αποδίδοντας στην Αυστρία το Τιρόλο και το Σάλτσμπουργκ, και προσχώρησε στη Γερμανική Ομοσπονδία. Στον πόλεμο του 1886 τάχθηκε εναντίον της Πρωσίας, ηττήθηκε όμως στο Κίσινγκεν. Μετά τη σύναψη της ειρήνης, προσχώρησε στη νέα Ομοσπονδία του Νότου και το 1870 επιτέθηκε ως σύμμαχος της Πρωσίας εναντίον της Γαλλίας. Αργότερα ακολούθησε τις τύχες του ομοσπονδιακού κράτους της Γερμανίας έως την κατάρρευση του 1918. Μετά την κατάλυση της δυναστείας των Βίτελσμπαχ, η Β. έγινε δημοκρατία. Σήμερα αποτελεί μέλος της Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Η Βαυαρία είναι κυρίως ορεινή και καλύπτεται από πυκνά δάση. Στη φωτογραφία, τοπίο των Βαυαρικών Άλπεων, με τον πύργο του 13ου αι., που δεσπόζει στη μικρή πόλη Φίσεν (φωτ. Sef).
Η έπαυλη Λένμπαχ που στεγάζει σήμερα την Κρατική Πινακοθήκη στο Μόναχο, την πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας· η πόλη ιδρύθηκε τον 12o αι. από τον Ερρίκο τον Λέοντα και υπήρξε έδρα εκλεκτόρων.
Dictionary of Greek. 2013.